Φοίβος Τσούμπος

Τα πράγματα δεν αλλάζουν· εμείς αλλάζουμε.

Το παρόν κείμενο ξεκίνησε να γράφεται μετά το πέρας των κινηματικών (μνημονιακού χαρακτήρα) εκρήξεων που γνώρισε η Ελλάδα αλλά και μετά τη συμμετοχή μου σε διεθνή συνέδρια νεολαίας για τον κοινωνικό ακτιβισμό και την μη βία.


Στην εισήγησή μου αυτή, θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω την ιστορία των μη βίαιων δράσεων, που στο ξεκίνημά τους περιγράφονταν  απλά ως μη-βια (κάτι που πλησιάζει στην παθητική αντίσταση). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα γίνει προσπάθεια να πιάσουμε το νήμα της μη βίας/μη βίαιης δράσης, από τις δράσεις του Γκάντι για κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και τον αγώνα του για την ανεξαρτησία της Ινδίας, στα κινήματα της δεκαετίας του 1960 (civil rights movement, κίνημα ειρήνης) και από εκεί στις σύγχρονες εκδηλώσεις τους, που πλέον αναφέρονται ως μη βίαιες δράσεις (όρος που κατά τον Gene Sharp περιγράφει καλύτερα το ρεπερτόριο των δράσεων αυτών).  Ουσιαστικά όμως, τα όρια ανάμεσα στη βία και την μη βία είναι θεωρητικά. Αφού τι θεωρεί ο καθένας βίαιο και τι όχι είναι υποκειμενικό.   
Παράλληλα, θα γίνει προσπάθεια, να αναλυθεί η άνοδος σε κινηματικό επίπεδο, των μη βίαιων μορφών συλλογικής δράσεις τα τελευταία χρόνια, αλλά και το αν και κατά πόσο μπορεί οι συγκεκριμένες δράσεις να είναι βιώσιμες και αποτελεσματικές. Συλλογικές δράσεις σαν αυτές που θα περιγραφούν στη συνέχεια  οδήγησαν σε εξεγέρσεις (ή και επαναστάσεις), τις χώρες της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων (Σερβία κτλ) και που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια σε χώρες όπως η Παλαιστίνη. Με το παρόν κείμενο, δεν προτείνεται μια συνταγή στις μη βίαιες δράσεις, όσο ένα πλαίσιο προβληματισμού και συζήτησης πάνω στο φαινόμενο των δράσεων αυτών.

Ερωτήματα που ανακύπτουν : (;)
Αναλογιζόμενος την διαδικασία υλοποίησης των εν λόγω δράσεων, τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία αλλά και την σχέση-σύγκρουση με τον αντίπαλο, προκύπτει μια σειρά από ερωτήματα:,
·         κατά πόσο μπορεί κάποιος σε καιρούς ισοπεδωτικά βίαιους, να παραμείνει μη βίαιος· ή τουλάχιστον να αποφύγει την απευθείας σύγκρουση με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς;
·         κατά πόσο οι μη βίαιες δράσεις μπορούν να είναι αποτελεσματικές; Να σημειωθεί από την αρχή, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις στη συνέχεια, ότι ζήτημα της βίας είναι τόσο πολιτικό όσο και κοινωνικό και δεν μπορεί να εξαλείφει μέσω μη βίαιων δράσεων. Ενδεχομένως όμως οι μη βίαιες δράσεις προσφέρουν μη διαφορετική / εναλλακτική λύση-προσέγγιση στο θέμα της βίας.
·         ποια τα χαρακτηριστικά του μη βίαιου; Ερμηνεύοντας την φράση, θα μπορούσε κάποιος καταλήγει σε μια σειρά από ερμηνείες: Ο πολιτικά απαθής μη βίαιος. Ο πεπεισμένος (ενδεχομένως δε και μέσω της κρατικής προπαγάνδας) ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει όσο και αν προσπαθούν τα συλλογικά υποκείμενα.  Από την άλλη υπάρχει μια ολόκληρη θεωρία περί μη βίαιων συλλογικών δράσεων αλλά και προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας που εφάρμοσαν παρόμοιες δράσεις και πέτυχαν (λιγότερο ή περισσότερο) ή  απέτυχαν.
·         Αφού, οι μορφές διαμαρτυρίας έχουν κατά βάση εργαλειακό χαρακτήρα, γίνονται δηλαδή με κάποιο στόχο, κάποιο σκοπό, κατά πόσο, τα συνήθη μέσα δράσης είναι αποτελεσματικά και άρα κατάλληλα; Μήπως απλά έχουμε συνηθίσει να εκδηλώνουμε την αντίδρασή μας- αντίθεσή μας, με συγκεκριμένο τρόπο. Επομένως: βία ή μη βία; Και μίας οι πρακτικές της βίας απέτυχαν, μήπως ήρθε καιρός να δοκιμαστούν οι πρακτικές της μη βίας;
Μελέτη του International Security που δημοσιεύτηκε πριν μερικά χρόνια παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα στατιστική: σύμφωνα με αυτή, τα κινήματα πολιτικής αντίστασης (μη βίας και πολιτικής ανυπακοής) πέτυχαν στο 53% των περιπτώσεων, ενώ μόνο το 26% των ένοπλων κινημάτων σημείωσαν ανάλογη επιτυχία[1].

 

 

Για τις ανάγκες του κειμένου θα υποτεθεί πως η προσφυγή στην βία έχει αποδειχτεί αναποτελεσματική. Ιδιαίτερα αφ ης στιγμής έρχεται η στιγμή της σύγκρουσης και στην πλευρά των διεκδικητών συμπεριλαμβάνονται άτομα που δεν είναι απολύτως ενσωματωμένα και αποφασισμένα να συγκρουστούν (με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς). Κυρίως και γιατί στην περίπτωση των κοινωνικών κινημάτων και συλλογικών δράσεων, εντάσσεται και ένας παράγοντας ο οποίος δεν έχει τύχει της απαραίτητης προσοχής. Ο παράγοντας συναίσθημα[2], καθώς η κατανόηση των συναισθημάτων δύναται να περιγράψει καλύτερα την πολιτική δράση.

 

Μορφές βίας

Παίρνει πολλές μορφές, φανερές και μη, σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο
·         Φυσική: πόλεμος, στέρηση ελευθερίας, , δουλεμπόριο, διακίνηση λευκής σάρκας,
·         Κοινωνική: υποβάθμιση αστικού και φυσικού περιβάλλοντος και ποιότητας ζωής, διάκριση φυλετική, θρησκευτική κλπ.
·         Ψυχολογική-λεκτική: εκφοβισμός, στέρηση ελευθερίας ιδεών και έκφρασης, λογοκρισία, προπαγάνδα, , κοινωνικός αποκλεισμός κλπ.
·         Οικονομική: στέρηση πόρων επιβίωσης, εκμετάλλευση, φτώχεια


Τι ορίζεται ως μη βία

Η μη βία, είναι  μια εναλλακτική στη χρήση βίας για την πρόκληση κοινωνικής  αλλαγής, προσπαθώντας να εξαλείψει την εμφάνιση του φαύλου κύκλου που προκαλεί και γεννά η βία.   Η  χρήση της μη βίας στις εκστρατείες, ιστορικά όπως θα φανεί και στην συνέχεια, έχει επιφέρει θετικά αποτελέσματα: τερματισμός τον φυλετικού διαχωρισμού στα λεωφορεία (civil rights movement).Ο πυρήνας της θεωρίας και πρακτικής των μη βίαιων δράσεων είναι η χρήση εναλλακτικών τρόπων για την διάδοση της αντίθεσης –εναντίωσης σε μια πρακτική-ιδέα. Οι διεκδικητές χρησιμοποιούν δημιουργική διάθεση, χιούμορ κτλ, προσπαθώντας να νομιμοποιήσουν την δράση τους, παρακινώντας όσο το δυνατόν περισσότερους διεκδικητές.    
§
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση στη συμμετοχή διεκδικητικών υποκειμένων σε συγκεντρώσεις-λαϊκές συνελεύσεις και στην αναζήτηση νέων, διαφορετικών ή αποτελεσματικότερων τρόπων δράσης. Έχει αρχίσει να αναδύεται μια εναλλακτική στις κοινωνικές διεκδικήσεις με έμφαση στην μη βία και την πολιτική ανυπακοή·  κείμενα, όπως το «Πολιτική Ανυπακοή» του Thoreau, γίνονται πάλι επίκαιρα.  Να θυμηθούμε, ότι κινήματα μη βίας και πολιτικής ανυπακοής (civil disobedience) αναπτύχθηκαν σε διάφορες ιστορικές περιόδους διεθνώς αλλά και στη χώρα μας , ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.


Η ιστορία των μη βίαιων δράσεων

Η ιστορία των μη βίαιων συλλογικών δράσεων έχει τις ρίζες της στο παρελθόν. Δεν είναι κάτι καινούριο· υπάρχει πλούσια διεθνής εμπειρία κινηματικών δράσεων μη βίας και πολιτικής ανυπακοής. Η εμπειρία και η αποτελεσματικότητα ή όχι των δράσεων αυτών  βοηθάει να απαντήσουμε σε ερωτήματα του τύπου: μήπως η μη βία σημαίνει παθητικότητα, έλλειψη πνεύματος ριζικής αμφισβήτησης;  Υπάρχουν στην ιστορία παραδείγματα ανθρώπων που επιχείρησαν μεμονωμένα να  εκθέσουν την αντίθεσή στην άρχουσα τάξη- στην εξουσία. Άλλωστε η ιδέα κ θεωρία της πολιτικής ανυπακοής έχει αυτό ακριβώς το υπόβαθρο. Αυτή ακριβώς την αρχή. Την αντίσταση στην εξουσία και σε κάθε εξουσία όταν ο νόμος είναι άδικος. Το σημαντικό με τις μη βίαιες μορφές συλλογικής δράσεις, το χαρακτηριστικό που τις κάνεις «επαναστατικές» κ ιδιαίτερες, είναι ακριβώς η έλλειψη βίας. Το ιδιαίτερο, είναι ότι οι άνθρωποι, μεμονωμένα ή σε σύνολο, μπορούν να ανατρέψουν μια μη – αρεστή ή άδικη κατάσταση καταφεύγοντας σε μη βίαιες δράσεις.    

Ιστορικά ο πρώτος που έκανε νύξη για «πολιτική ανυπακοή», για αντίσταση ενός πολίτη απέναντι στην εξουσία, ήταν ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη. Στη σύγχρονη ιστορία, η πολιτική ανυπακοή εντοπίζεται σε ένα δοκίμιο του Thoreau, το οποίο με την σειρά του ενέπνευσε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο, την πλειοψηφία των κοινωνικών κινημάτων του 20ου αιώνα.  Από το Μ. Γκάντι  και τον Μ.L.King αλλά και το κίνημα ειρήνης της δεκαετίας του ’60 επηρεάστηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την σκέψη του Thoreau.Το κείμενο βέβαια του Thoreau, μπορεί να ερμηνευθεί, ανάλογα με τον τρόπο που θα το προσεγγίσει ο αναγνώστης αφού είναι  γεγονός  πώς  διαφορετικοί αναγνώστες το αντιλαμβάνονται µε διαφορετικό τρόπο. Η ιδέα πίσω από το δοκίμιο αυτό, ήταν αυτή της αυτονομίας. Στην ουσία ο Thoreau, εξηγεί, γιατί κάποιος μπορεί να μην υποστηρίξει μια άδικη κυβέρνηση, αν δεν συμφωνεί με αυτή..
Το κείμενο του Thoreau ήταν το αποτέλεσμα της οργής του, μετά τον εγκλεισμό του σε κρατητήριο τον Ιούλιο του 1846, καθώς αρνήθηκε να πληρώσει φόρο που προορίζονταν για την εκπαίδευση των στρατιωτών που πολεμούσαν µε το Μεξικό. Ήταν ακόμα µία πράξη αντίστασης· αρχικά του ίδιου απέναντι στην άδικη όπως έκρινε ο ίδιος εξουσία και της πεποίθησής του οτι εκτός από πόλεμος επεκτατικός, ήταν ένας πόλεμος που υπόθαλπτε την συνέχιση της δουλείας. Εκτός από την κριτική που ασκεί στο κράτος, ο Thoreau αρνείται ανοιχτά και το δικαίωμα της εκκλησίας να επιβάλει φόρους.

Γκάντι

Πέρα όμως από την θεωρητική θεμελίωση, το πέρασμα στο μαζικό κομμάτι, είναι υπόθεση δυσκολότερη. Η πατρότητα του γενικού παραδείγματος της (πολιτικής) ανυπακοής, σαν μαζικό κίνημα και όχι σαν μεμονωμένη δράση, φέρεται να προσεγγίζει περισσότερο την ινδική φιλοσοφία, που μέσω του Γκάντι, κοινοποίησε την θεωρία της πολιτικής ανυπακοής κ της παθητικής αντίστασης, σε ολόκληρο τον κόσμο, πετυχαίνοντας, ένα έθνος να κερδίσει την ανεξαρτησία του αλλά κ να βρει μιμητές σε ολόκληρο τον κόσμο· Μια από τις πρώτες οργανωμένες δράσεις μη βίας και πολιτικής ανυπακοής, οργανώθηκε στα 1906 από τον Γκάντι, στην νότια Αφρική, όπου ο Γκαντι φυλακίστηκε αρκετές φορές καθώς υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και των ντόπιων.  
Αργότερα στην Ινδία ξεκίνησε αγώνα κατά της φορολόγησης του αλατιού. Στην Ινδία, υπήρχε φορολόγηση στο αλάτι[3], αλλά οι φόροι αυτοί αυξήθηκαν όταν η Εταιρεία
Ανατολικών Ινδιών, απέκτησε μεγαλύτερα ερείσματα στις αποικίες. Οι νόμοι περί άλατος φορολογούσαν το ινδικό αλάτι, ούτως ώστε η Ινδία να εξαναγκάζεται να εισαγάγει αλάτι από την Βρετανία. Ο Γκάντι, είχε επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεσή του και είχε ζητήσει την κατάργησή τους. Το 1930, οργανώθηκε από τον Γκάντι, η μαζικότερη μέχρι τότε διαδήλωση του κινήματος για την ανεξαρτησία της Ινδίας αλλά ταυτόχρονα και μια διαδήλωση, που σύστηνε, το κίνημα της πολιτικής ανυπακοής στην χώρα· ο Γκάντι και κάποιοι υποστηριχτές του ξεκίνησαν μια μακρά και μαχητική πορεία με σκοπό να παράγουν αλάτι και να το μεταφέρουν στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς να καταβάλουν φόρους.
Σταδιακά η μη βια του Γκάντι, που παραπέμπει μάλλον σε παθητική αντίσταση, εξελίσσεται και αναπτύσσεται σε αυτό που σήμερα είναι περισσότερο γνωστό ως μη βίαιη δράση[4]. Στο σημείο αυτό φαίνεται να διαφοροποιείται και ο M.L.King, ο οποίος ναι μεν ήταν υπέρμαχος των μη βίαιων δράσεων, όμως θεωρούσε πως η επίκληση και μόνο στην ηθική, δεν δύναται από μόνη της να κάνει την δικαιοσύνη να θριαμβεύσει, «όχι γιατί είναι άχρηστη η επίκληση της ηθικής, αλλά χρειάζεται και η ισχύς ενός πραγματικού εμποδίου, ως πρόσθετο στήριγμα[5]» (με λίγα λόγια, για να μιλήσω την γλώσσα μας, χρειάζονται δράσεις που διαταράσσουν τις ρουτίνες τις καθημερινότητας).
Βέβαια, σύμφωνα με το ίδρυμα που φέρει το όνομά του, η αφοσίωσή του με την μη βια, είχε τις ρίζες της στην χριστιανική του ηθική, στο ερώτημα που τον βασάνιζε για το κατά πόσο και με ποιον τρόπο μπορούσε να εξαλειφτεί η βία τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο αλλά και στην πεποίθηση ότι η μέθοδος της παθητικής αντίστασης που διάλεξε ο Γκάντι ήταν ο δρόμος για να επιτευχθεί η νίκη απέναντι στην κοινωνική αδικία. Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα του M.L.King, ήταν ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, πλήρως ενταγμένο στην λογική της μη βίας και της πολιτικής ανυπακοής. Σκοπός του ήταν να αποθαρρύνει την χρήση βίας από τους συμμετέχοντες, προετοιμάζοντάς τους ακόμα και να υποστούν την βία του αντιπάλου. Βέβαια, δράσεις που μπορούν να προκαλέσουν παρόμοια αποτελέσματα απαιτούν εκπαίδευση και εξάσκηση. Στην ουσία, οι μη βίαιες δράσεις, μετατρέπουν μια διπολική αντιπαράθεση, σε «μονοπολική», μεταφέροντας την βία στην πλευρά του αντιπάλου. Με αυτόν τον τρόπο, ο αντίπαλος χάνει σε κύρος στα μάτια της κοινής γνώμης. 

 

Civil rights movement.

Χρησιμοποιώντας σχεδόν αποκλειστικά μη βίαιες δράσεις, το κίνημα υπερ των φυλετικών δικαιωμάτων ανέτρεψε μια κατάσταση που επικρατούσε χρόνια, ιδιαίτερα στο νότο της Αμερικής.   Το κίνημα για τα φυλετικά δικαιώματα, σύστησε νέες δράσεις, προκειμένου να συστήσει τους σκοπούς και τα αιτήματά του. Δράσεις όπως τα sitins αλλά και το Μποϊκοτάζ των λεωφορείων στο Μοντγκόμερι
, έδωσαν νέα ώθησε στον αγώνα για τα φυλετικά δικαιώματα. Το μποϋκοτάζ προτάθηκε να γίνει με αίτημα όχι την κατάργηση της νομοθεσίας που επέβαλε το φυλετικό διαχωρισμό, αλλά να μην υποχρεώνονται οι μαύροι επιβάτες να δίνουν τη θέση τους στους λευκούς. Η ηγεσία των μαύρων κατοίκων του Μοντγκόμερυ έκανε αυτή την πρόταση, γιατί πίστευε ότι το αίτημα για πλήρη κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού στα λεωφορεία δε θα γινόταν εύκολα αποδεκτό από την πλευρά των λευκών.
Αλλά και κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960 παρόμοιες δράσεις συνεχίστηκαν (sit ins σε εστιατόρια, πορείες (όπως η πορεία προς την Ουάσιγκτον το 1963 με την συμμετοχή χιλιάδων συμπαθούντων προς το κίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων)


Κίνημα Ειρήνης

Την ίδια δεκαετία η αρνητές στράτευσης στον πόλεμο του Βιετνάμ έκαιγαν μαζικά τα δελτία επιστράτευσής τους, άλλη μια κίνηση μη βίας. Ακόμα, οι διαμαρτυρίες κατά του πολέμου, όπως εκείνη το 1971 στην Ουάσινγκτον κατά την  οποία συνελήφθη  μεγάλος αριθμός διαδηλωτών. Στοιχεία  πολιτικής ανυπακοής, είχε και το αντιπολεμικό-αντιπυρηνικό κίνημα την ίδια δεκαετία και με παρόμοιο ρεπερτόριο δράσεων. Μία από τις πιο σημαντικές μορφές πολιτικής ανυπακοής είναι η άρνηση της στράτευσης για λόγους συνείδησης και συμμετοχής σε πολέμους. Ο Ράσσελ, εκ των πρωτεργατών του παγκόσμιου αντιπυρηνικού & αντιπολεμικού κινήματος, είχε αρνηθεί να πάρει μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κάτι που του είχε στοιχίσει εξάμηνη φυλάκιση. Ακόμα και κατά την διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, Η αντίθεση και αντίδραση στον μιλιταρισμό επεκτατισμό πήρε τη μορφή και της άρνησης στράτευσης από χιλιάδες νέους των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα όμως στην Ελλάδα λαμβάνοντας υπ ‘όψιν την πολιτική κατάσταση της χώρας αλλά και τις πολίτικες καταβολές των οργανώσεων γύρω από το αντιπολεμικό κίνημα,  γίνεται κατανοητή η δυσκολία με την οποία είχαν να αναμετρηθούν σε οργανωτικό επίπεδο.

Τι είναι η μη βία;

Ο όρος, μη βια/ ή μη βίαιες συλλογικές δράσεις, ενδεχομένως να προκαλεί ερωτήματα ή ακόμα και να οδηγήσει σε παρανοήσεις· ενδεχομένως πάλι κάποιος να μεταφράσει τον όρο αναζητώντας ηθικό ή ακόμα και θρησκευτικό υπόβαθρο. Αυτό συμβαίνει γιατί ενδεχομένως και να συνδέουμε τη μη βία ή τη μη βίαιη αντίδραση με τον πασιφισμό, ενδεχομένως δε η σκέψη τους να αποκτά ηθικολογικά ή ηθικοπλαστικά χαρακτηριστικά ταυτίζοντάς την και με την ηθική του καλού, αλλά και την αδυναμία ή την παθητικότητα. Η μη βίαιη δράση[6] δεν είναι ηθική επιλογή, ούτε καν θρησκευτική· στην πραγματικότητα είναι πολιτικά ρεαλιστική γιατί στις σύγχρονες κοινωνίες η μη βία είναι το πιο αποτελεσματικό και γρήγορο όπλο που έχει ένας λαός.  

Ο μη  βίαιος ακτιβιστής,  επιλέγει τη μη βία, όχι τόσο για λόγους ηθικούς, όσο γιατί μπορεί να επιφέρει άμεσα αποτελέσματα.  Ιστορικά, ενδεχομένως κάποιοι να επέλεξαν συγκεκριμένους τρόπους μη βίαιης δράσης, με ηθικά ή θρησκευτικά κριτήρια, αλλά οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι θεωρούνται πηγή έμπνευσης για τις μετέπειτα δράσεις.. Ο Γκάντι για παράδειγμα, μιλούσε για Satyagraha, που μεταφράζεται ως η επιμονή στην αλήθεια ή το μονοπάτι της αλήθειας. Ίσως πάλι ο συγκεκριμένος να ωθήθηκε από το αίσθημα του δικαίου και την πεποίθηση ότι ο λαός θα τον μιμηθεί. Όμως ακόμα και σ αυτή την περίπτωση, η επιλογή της δράσης δεν έγινε με μοναδική σκέψη την ηθική (ίσως ήταν η πρωταρχική αλλά όχι η βασική) Ο Σαρπ, για παράδειγμα υποστηρίζει ότι το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο επέλεξε συγκεκριμένους τρόπους δράσεις όχι επειδή ασπάζονταν τις απόψεις του Γκάντι για ηθική, αλλά επειδή θα είχε γρήγορα αποτελέσματα.
Έχει γίνει πλέον συνείδηση, (δεν ξέρω αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτός όρος δόκιμα) και όλο και περισσότερα διεκδικητικά υποκείμενα, επιλέγουν να συγκρουστούν μέσω μη βίαιων τρόπων και μεθόδων. Όταν επιλέγονται βίαιες μέθοδοι, στην ουσία ευνοείται ο αντίπαλος, αφού ή βία είναι τι καλύτερο όπλο του αντιπάλου. Οι κυβερνήσεις πάντα προσπαθούν να ωθήσουν το λαό στη βία γιατί ξέρουν ότι είναι καλά εξοπλισμένες για να μπορέσουν να διεξάγουν βίαιο αγώνα οι ίδιες. Έχουν πολύ καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας αν οι αντιφρονούντες γίνουν βίαιοι (Σαρπ)
Ενώ, όταν ωθείται ο αντίπαλος να χρησιμοποιήσει καταστολή και βία, στην ουσία το αποτέλεσμα είναι να φανεί πώς τα διεκδικητικά υποκείμενα χρησιμοποιούν  την δύναμη του αντιπάλου για να τον απομονώσουν από την υποστήριξη της κοινής γνώμης. Σαν αποτέλεσμα οι μη βιαιοι ακτιβιστές, προβάλλουν τον αγώνα τους στην δημόσια σκηνή, κάτι που στις μέρες μας είναι πιο εύκολο μέσω των social media και της δύναμης της εικόνας αλλά και της δυνατότητας που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες για απευθείας διασπορά των ειδήσεων.
Η αλληλεπίδραση του ακτιβιστή με το κοινό του δίνει παράλληλα την δυνατότητα να μετρήσει συμμάχους και αντιπάλους. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μέσω του τρόπου που θα επιλέξουν οι διεκδικητές να κοινοποιήσουν τα αιτήματά τους και να διαδώσουν την δράση τους ενδέχεται και να κερδίσουν οι απολέσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.  Βασική μέριμνά όμως των διεκδικητών είναι να γίνει κατανοητός ο αγώνας από τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ατόμων ή στην χειρότερη των περιπτώσεων   να κερδηθεί η ευνοϊκή αδιαφορία της κοινής γνώμης[7].
Συνήθως, όταν το αίτημα είναι δίκαιο (δεν ξέρω πώς μπορεί να οριστεί επακριβώς το δίκαιο ή άδικο ενός αιτήματος) η μη βίαιη δράση (ίσως ακριβώς επειδή είναι μη βίαιη) προσελκύει μεγαλύτερο αριθμό υποστηρικτών· στο σημείο αυτό εμφανίζεται μια διαπίστωση, που μπορεί να είναι απλή στη διατύπωσή της, όμως το πρακτικό κομμάτι αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό : η πολιτική εξουσία οποιουδήποτε κράτους, ακόμα και απολυταρχικού, πηγάζει πάντα από την υποστήριξη του λαού (ηθική νομιμοποίηση του καθεστώτος στη συνείδηση των πολιτών). Και από την υπακοή. Εκτός από την υπακοή, ή τουλάχιστον την κάποιας μορφής συνεργασία των πολιτών με τους κυβερνώντες, πυλώνες- νομιμοποιητικούς μηχανισμούς του καθεστώτος-της εξουσίας συνιστούν επίσης η αστυνομία, ο στρατός, τα ΜΜΕ, οι δημόσιοι υπάλληλοι.[8].  Όσο ο λαός υπακούει στο κάθε καθεστώτος, τότε αυτό συνεχίζει και εξασφαλίζει την δύναμή του. Όλα τα προηγούμενα αποτελούν νομιμοποιητικούς μηχανισμούς του κράτους, της εξουσίας της δύναμης του καθεστώτος και είναι μέρη των πυλώνων της εξουσίας τους οποίους ο λαός που δείχνει ανυπακοή μπορεί να στοχεύσει και να καταρρίψει.


Σύγχρονες μορφές μη βίαιης δράσης.

Στην αυγή του 21ου αιώνα, η θεωρία έχει εξελιχθεί κ ενδεχομένως τροποποιηθεί από άποψης μορφών δράσεις,  Τόσο η θεωρία όσο και οι δράσεις έχουν ενσωματωθεί στα θέλω – τα πρέπει και τις απαιτήσεις του 21ου αιώνα.  Οι μη βίαιες δράσεις του 21ου αιώνα, έχουν ενσωματώσει και εξελίξει τα παραδείγματα των προηγούμενων δεκαετιών επιδεικνύοντας αποφασιστικότητα (η οποία είναι αποτέλεσμα της συλλογικότητας).  Οι δράσεις αυτές, είναι διαφορετικές σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν εφαρμόζεται η ίδια δράση,  καθώς όπως έχει σημειωθεί δεν είναι ίδιο το περιβάλλον εκδήλωσης των δράσεων· επίσης όπως επισημαίνει ο Gene Sharp,  είναι εξαιρετικά σημαντικό να μην μιμείσαι άλλους, αλλά να αναπτύσσεις το δικό σου σχέδιο..
Μια μορφή μη βίαιης δράσης είναι ο στρατός των κλόουν (Clown Army). Στη σύγχρονή του μορφή, άρχισε στην Αγγλία περίπου  το 2003. Clandestine Insurgent Rebel Clown Army (CIRCA). Ο στρατός των κλόουν, είναι στην ουσία μη –βίαιη αποστροφή στον μιλιταρισμό με αστείο τρόπο. Οι δράσεις των ακτιβιστών κλόουν συν-ενώνουν το μεσαιωνικό μοτίβο του κλόουν (που είναι κωμικό και μπορεί να προκαλεί το γέλιο και την συμπάθεια) με νέες μορφές πολιτικής δράσης κ ανυπακοής.  
Η πρώτη δράση που οργανώθηκε στην Αγγλία, ήταν η οργάνωση μη βίαιων δράσεων κατά των εργατών του αεροδρομίου του Χιθροου. Οι ακτιβιστές οργάνωσαν κάμπινγκ επί 1 βδομάδα.


Τι είναι ο ακτιβιστής- κλόουν

Ο ακτιβιστής κλόουν, στην ουσία είναι αυτό που περιγράφει ο όρος. Έχει τόσο τα χαρακτηριστικά του κλόουν, όσο και του μη – βίαιου ακτιβιστή. Ένας κλόουν είναι αφελής. Έχει παιδική συμπεριφορά και ενθουσιάζεται με όλα. Οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του τραβάει την προσοχή και το ενδιαφέρον.  Αγαπάει όλο τον κόσμο, ακόμα και τους εκπροσώπους των μηχανισμών καταστολής. Επίσης οι ακτιβιστές κλόουν δεν προσβάλουν κανένα. Ιδιαίτερα τους εκπροσώπους των μηχανισμών καταστολής καθώς μια τέτοια ενέργεια μπορεί να εκληφθεί ως πρόκληση και να δημιουργηθεί πρόβλημα στην συνοχή της ομάδας. Επομένως ακόμα και αν το χιούμορ του ακτιβιστή κλόουν δεν γίνει κατανοητό, ακόμα και αν συλληφθεί, παραμένει ψύχραιμος- χαμογελαστός και αφελής. 

Κάτι ακόμα που πρέπει να σημειωθεί, είναι ότι η οργάνωση δράσεων πρέπει να γίνεται με άτομα που γνωρίζεις τις αντιδράσεις τους και γνωρίζουν τις δικές σου.  
     
Η αλήθεια είναι ότι τα όργανα της τάξεως δεν έχουν εκπαιδευτεί να απαντούν σε επιθέσεις αγάπης από ακτιβιστές κλόουν· μάλιστα, σε ερώτηση που έγινε κατά την διάρκεια εκπαίδευσης της στρατιωτικής αστυνομίας στην Γαλλία, απάντησαν ότι οι πιο δύσκολα διαχειρισιμοι «ταραξίες», είναι οι ακτιβιστές κλόουν.   Το σημαντικό και αυτό που πρέπει να γίνει σαφές, είναι ότι ένας ακτιβιστής κλόουν, δεν είναι απλά 1 καλλιτέχνης του δρόμου. Οι δράσεις του προκαλούν φασαρία και πρέπει να μπορούν να «διαταράσσουν τη ρουτίνα της καθημερινότητας». Επίσης οι δράσεις και η διεκπεραίωσή τους απαιτεί πειθαρχία και σωστή οργάνωση καθώς σε αντίθετη περίπτωση, ενδέχεται να επέλθουν λάθη τόσο στο άτομο όσο και στην ομάδα.
Οι δράσεις των ακτιβιστών κλόουν, έδωσαν την ευκαιρία σε ανθρώπους που απείχαν από συλλογικές δράσεις, να επανεμπλακούν σε αυτές.  Το framing process,  η όλη διαδικασία (ρούχα- αμφίεση-ντύσιμο/ μεικ απ) αλλά και το mentality ενός τύπου κλόουν έδωσε την ευκαιρία σε πολιτικά υποκείμενα που είχαν αποστασιοποιηθεί – εξ αιτίας της σοβαρότητας του χαρακτήρα των δράσεων και των θεμάτων- να επαν-εμπλακούν σε δράσεις.  Στο framing process των δράσεων, εντάσσεται κ κόκκινη μύτη- χαρακτηριστικό του κλόουν, η οποία καθ όλη την διάρκεια της δράσης, δεν πρέπει να αφαιρεθεί.


Οι δράσεις αυτές έχουν οργανωτική δομή;

Η λογική που ταυτίζει την οργάνωση μιας οποιασδήποτε συλλογικότητας με την εξουσία, είναι λανθασμένη. Ιδιαίτερα σε ότι έχει να κάνει, με τις συγκεκριμένες μορφές δράσεις που απαιτούν συνεργασία, εκπαίδευση και πρακτική, αλλά και την συνεργασία πολλών φορέων-συλλογικοτήτων· οι δράσεις αυτές δεν έχουν να κάνουν με κάποια «θεσμική εξουσία» ούτε βασίζονται στην πρακτική της επιβολής μιας συγκεκριμένης - προαποφασισμένης πολιτικής, αφού για την λήψη μιας απόφασης, τηρούνται (όχι εξαντλητικά) δημοκρατικές μέθοδοι[9]. Οι αποφάσεις πηγάζουν από την δημιουργική δύναμη της συλλογικότητας, της πίστης στην κοινωνική δύναμη και προοπτική. Η αδυναμία κατανόησης αυτής της διάκρισης των δυο διαφορετικών μορφών «εξουσίας», οδηγεί στην καχυποψία απέναντι σε κάθε οργανωμένο δίκτυο και κάθε συλλογικό θεσμό. Αρκετοί υποστηρίζουν, πως ένα κίνημα δεν δύναται να καταστεί μαζικό και να διαδοθεί, χωρίς την απαραίτητη προϋπόθεση της αυστηρά ιεραρχικής οργανωτικής ηγεσίας. Το βασικότερο λοιπόν στοιχείο της οργανωτικής δομής παρόμοιων δράσεων, φαίνεται να είναι η δικτυακότητα. Χωρίς αμφιβολία, η οργάνωση διεκδικητικών ρεπερτορίων παρεμποδιστικού χαρακτήρα(βλέπε παρακάτω λίστα μη βίαιων δράσεων), για την επιτυχή έκβαση των οποίων απαιτείται μαζική συμμετοχή, ενημέρωση των συμμετεχόντων και συνεχής εκπαίδευση αποτελεί ένδειξη ύπαρξής της (δικτυακότητας).


Αιτιότητα και μη βια….

Είναι αλήθεια ότι τα κοινωνικά κινήματα, θεωρούνται άμεσο πεδίο παρατήρησης της κοινωνικής πραγματικότητας, αφού πολύ συχνά αποτελούν έναν από τους βασικότερους μοχλούς κοινωνικής μεταβολής. Η ανάδυσή τους δεν είναι το αποτέλεσμα μαθηματικής εξίσωσης, αλλά επηρεάζονται ανάλογα με την εκάστοτε πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Ως εκ τούτου γίνεται αντιληπτό ότι κάθε δημόσια έκφραση που τείνει να χαρακτηριστεί είτε σύγκρουσή είτε κίνημα, διαφοροποιείται ανάλογα με την χωροχρονική της τοποθέτηση και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Ερώτημα που προκύπτει (και επιβάλλεται να απαντηθεί) από την μελέτη και διερεύνηση των συλλογικών δράσεων και κοινωνικών κινημάτων είναι εκείνο της (κινηματικής) αιτιότητας: γιατί και πότε οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις ρουτίνες της καθημερινότητας προκείμενου να εμπλακούν στις αβεβαιότητες της διεκδίκησης;[10] Πραγματικά, συνθήκες όπως η ένδεια ή η καταπάτηση στοιχειωδών δικαιωμάτων αποτελούν παράγοντες που ωθούν σε κινητοποίηση, όχι όμως τους μοναδικούς· καθώς, η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την εμφάνιση συλλογικών δράσεων. Εφ όσων κάθε κοινωνία κυριαρχείται από το χαρακτηριστικό της άνισης κατανομής αγαθών και δύναμης, είναι επόμενο πως ένα μεγάλο ποσοστό δυσαρέσκειας βρίσκεται συνεχώς συσσωρευμένο (στην κοινωνία) δίχως απαραίτητα να επιβεβαιώνεται αιτιώδης συσχέτισή της με φαινόμενα συλλογικής δράσης.
Εξίσου ενδιαφέρον με το γιατί, είναι και το πώς. Με ποιους μηχανισμούς το δυνάμει μετατρέπεται σε ενεργεία (η δυνατότητα δηλαδή μετατρέπεται σε πραγματικότητα) και τα συλλογικά υποκείμενα οργανώνονται, αναπτύσσονται, αρθρώνουν πολιτικό λόγο, προβάλλουν τα αιτήματά τους μέσω μορφών συλλογικής δράσης και εν τέλει εισέρχονται στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής. Η αναζήτηση και διερεύνηση του πώς, επιχειρεί να προσεγγίσει το ζήτημα στην δομή του· να μελετήσει τους μηχανισμούς μέσω των οποίων τα υποκείμενα συγκροτούνται (και ενδεχομένως συγκρούονται), κάτι που τελικά καθιστά την απάντηση στο ερώτημα πιο ενδιαφέρουσα και σημαντική καθώς, με το γιατί παρέχονται απλά αιτιολογήσεις δίχως να προσφέρεται μια σαφής και εμπεριστατωμένη απάντηση σε ότι αφορά την εκδήλωση συλλογικής δράσης.  


Γιατί η μη βία μπορεί να έχει αποτελέσματα;

Ορισμένοι μελετητές, μέχρι και πριν από κάποια χρόνια ή ακόμα και πρόσφατα, εμφανίζονται να υπονοούν (ή και να παραδέχονται) πως το αποτελεσματικότερο μέτρο για την διεξαγωγή ενός αγώνα ή μιας δράσης περιλαμβάνει ή προϋποθέτει την καταφυγή στη βία[11]. Η αυγή όμως της νέας χιλιετίας, έδειξε πως τα διεκδικητικά υποκείμενα μπορούν να οργανώσουν μη βίαιες δράσεις· δράσεις που περιελάμβαναν μποϋκοτάζ, απεργίες, άρνηση συνεργασίας με τις αρχές. Η βιβλιογραφία πάνω στο συγκεκριμένο κομμάτι είναι πλούσια και επεξηγηματική, στο γιατί η μη βία είναι αποτελεσματικός τρόπος αντίστασης[12]   Η επιτυχία τέτοιων δράσεων σε διάφορα μέρη του κόσμου (Σερβία, Ουκρανία, αλλά και πιο πρόσφατα, Β. Αφρική και ίσως Τουρκία), μας δείχνει πώς οι δράσεις αυτές πρέπει να επανεκτιμηθούν, ιδιαίτερα, εάν ληφθεί υπ’ όψιν και η μακρά αντοχή που επέδειξαν σε κάποιες περιπτώσεις τα διεκδικητικά υποκείμενα απέναντι στην κλιμακούμενη βία και την καταστολή.  Γιατί όμως οι πολίτες παραμένουν συχνά αδρανείς, ακόμα και σε συνθήκες μεγάλης καταπίεσης; Οι άνθρωποι μένουν παθητικοί για δύο λόγους: είτε γιατί δεν ενδιαφέρονται είτε γιατί δεν πιστεύουν ότι θα επιτύχουν.
Τα πρόσφατα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη μαρτυρούν πως οι κατασταλτικοί μηχανισμοί μπορεί να είναι ιδιαίτερα βίαιοι ακόμα και σε περιπτώσεις που τα διεκδικητικά υποκείμενα διαδηλώνουν για κάτι (αυτονόητο)· όπως είναι οι περισσότεροι ελεύθεροι χώροι και οι χώροι πρασίνου. Αλλά όπως θα παρουσιαστεί παρακάτω πέρα από τα μη βίαια αιτήματα (δεν ξέρω εάν υπάρχουν βίαια αιτήματα σε παρόμοιες δράσεις) υπάρχουν και οι μη βίαιοι τρόποι διεκδίκησης. Άλλωστε, οι δράσεις μπορούν να κατηγοριοποιηθούν και ανάλογα με την σχέση τους με τον νόμο· όπου γενικά οι νόμιμες θα ήταν οι μη βίαιες και οι άλλες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν παράνομες, εμπίπτουν στον χώρο της πολιτικής ανυπακοής, όμως, οι πολιτικά ανυπάκουοι ή μη βίαιοι ακτιβιστές, δεν φαίνεται να νοιάζονται για τον νόμιμο ή μη χαρακτήρα της δράσης τους, αφ΄ ης στιγμής η δράση φαίνεται σε αυτούς αναγκαία και επομένως νομιμοποιημένη. Νωρίτερα, αναφέρθηκε το ποσοστό επιτυχίας ανάμεσα σε βίαιες και μη βίαιες δράσεις.  Η αποτελεσματικότητα – επιτυχία των δράσεων στην συγκεκριμένη μελέτη, μετρήθηκε ως εξής: ανάλογα με τα αιτήματα των διεκδικητικών υποκειμένων και την εξέλιξη –κατάληξή τους σε επίπεδο πολιτικής. Αν δηλαδή οι διεκδικητές μπόρεσαν να διαπραγματευτούν ή αν το κράτος, η εξουσία έδειξε προθυμία να διαπραγματευτεί.  Η επιτυχία των μη βίαιων δράσεων οφείλεται κατά κύριο λόγο, σε δια παράγοντες:
·         αρχικά είναι η δέσμευση (;) των συμμετεχόντων στην δράση  περί μη καταφυγής στην βία· βεβαία αυτό προϋποθέτει την ενότητα των μελών, παράγοντας που δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Η δέσμευση στη μη βία ενισχύει την νομιμότητα της δράσης αυτής, τόσο εντός της χώρας στην εξελίσσεται όσο και την διεθνή. Με την σειρά της, η νομιμοποίηση που αποκτά η δράση, της επιτρέπει να προσελκύσει ακόμα μεγαλύτερο αριθμό υποστηρικτών, ακόμα μεγαλύτερη νομιμοποίηση, παράγοντες που με την σειρά τους αυξάνουν την πίεση στον αντίπαλο και κάνουν τον στόχο να φαίνεται πιο εφικτός. Ο μεγάλος αριθμός υποστηρικτών ή η πλατειά βάση μιας μη βίαιης δράσης μπορούν πιο εύκολα να αμφισβητήσουν το κύρος του αντιπάλου.  Η αύξηση της νομιμοποίησης της δράσης, με τον τρόπο που περιγράφηκε, απονομιμοποιεί τον αντίπαλο, καθώς όπως έχει αναφερθεί και νωρίτερα (στην περίπτωση κράτους) η ισχύς του βασίζεται στην υπακοή, και ένας από τους στόχους τέτοιου είδους δράσεων, είναι η υπονόμευση του αντιπάλου, στους πυλώνες της εξουσίας του.
·         Δεύτερον, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι ένα κράτος θα απαντήσει με βία σε «ένοπλους στασιαστές», είναι σχεδόν βέβαιο ότι αντίστοιχη ενέργεια σε μια μη βίαιη δράση θα έχει αρνητικά αποτελέσματα γι αυτόν που αποφασίζει να καταφύγει στην βία.  Το κόστος με λίγα λόγια, τόσο τον εγχώριο όσο και το διεθνές, είναι βαρύ για τον αντίπαλο που αποφασίζει να καταφύγει στην βία, έναντι μιας μη βίαιης δράσης. Γιατί διαφορετικός θα είναι ο αντίκτυπος αν αποφασίσει να καταφύγει στην βία απέναντι σε λίγους «εξτρεμιστές» και διαφορετικός αν η καταφυγή στην βία γίνεται απέναντι σε χιλιάδες ενδεχομένως συμμετέχοντες στην δράση, οι οποίοι ενδέχεται και να αντιπροσωπεύουν  έναν ολόκληρο λαό[13].  
Φυσικά, δεν υπάρχει σχέδιο ή πλαίσιο για επιτυχημένη δράση. Η (μερική) επιτυχία ή αποτυχία μιας δράσης είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Αν όμως ακολουθηθούν πιστά οι επιταγές της μη βίας, παρόμοιες δράσεις έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας από αντίστοιχες βίαιες.  Ως επιτυχημένη ή σχεδόν επιτυχημένη ορίζεται μια δράση που έχει άμεσα αποτελέσματα και τα οποία ισχύουν για μια συγκεκριμένη περίοδο μετά τη λήξη της δράσης.


Τι κάνει μια δράση, μη βίαιη…

Κάθε μορφής δράση, είτε περιλαμβάνει δέσμευση των μελών της στη μη βία, είτε όχι, έχει μια συγκεκριμένη δομή- ιδέα που ακολουθείται: ορισμός του στόχου ή των στόχων· οι στόχοι πρέπει να είναι ξεκάθαροι, συγκεκριμένοι, πραγματοποιήσιμοι και φυσικά, χωρισμένοι σε στάδια. Χρειάζεται επομένως στρατηγικό πλάνο-σχέδιο. Στη συνέχεια απαιτείται να γνωρίζουμε ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας και ποιοι οι αντίπαλοί μας. Πράγμα δύσκολο καθώς οι αντίπαλοι μπορούν να διαβαθμιστούν σε άμεσους ή έμμεσους. Και φυσικά να εντοπίσουμε τα αδύνατα σημεία που μπορούν να πλήξουν τους αντιπάλους μας αλλά και τους μοχλούς πίεσης των αντιπάλων[14]. Φυσικά, όλης αυτής της διαδικασίας πρέπει να προηγηθεί η παιδαγώγηση των συμμάχων-φίλων-συμμετεχόντων στην δράση και φυσικά η εκπαίδευσή τους. Αφού όπως σημειώθηκε, τα παραπάνω, ισχύουν για κάθε δράση, είτε αυτή είναι «βίαιη»  είτε μη βίαιη, ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που κάνουν μη δράση μη-βίαιη;      

·         Αρχικά, είναι η συμπεριφορά απέναντι στον αντίπαλο, γιατί όταν θα έχουν οδηγηθεί τα πράγματα στο σημείο όπου ο αντίπαλος δεν θα μπορεί να συνεχίσει, χωρίς να χάσει τα πάντα, τότε έρχεται η στιγμή της διαπραγμάτευσης. Και θα πρέπει να προσφερθεί στον αντίπαλο, μιας οδός «διαφυγής»[15]. Γιατί, όπως έλεγε και ο Κινγκ Ο στόχος δεν είναι να νικήσεις και να ταπεινώσεις τον αντίπαλο, αλλά να τον πάρεις με το μέρος σου, βοηθώντας τον να κατανοήσει νέους τρόπους συνεργασίας κι ενότητας[16].
·         Η αναγνώριση της μερικής αληθείας. Κανένα μέρος από τα δυο αντιμαχόμενα. Δεν κατέχει ολόκληρη την αλήθεια.
·         Ένας μη βίαιος ακτιβιστής προτιμάει να υποστεί βία παρά να προκαλέσει. Γνωρίζει ότι η δράση του μπορεί να τον οδηγήσει στη φυλακή και αναγνωρίζει ότι το να πλημμυρίσουν οι φυλακές με συντρόφους του, ενδεχομένως και να είναι δικαίωση του αγώνα του. Ο μη βίαιος αγωνιστής δέχεται όσα υποφέρει χωρίς να αποζητά εκδίκηση. Δέχεται τη βία, αλλά ποτέ δεν την ασκεί. Η μη βίαιη αντίσταση δεν είναι για δειλούς. Δεν είναι μια ήσυχη, παθητική αποδοχή του κακού. Είμαστε παθητικοί και μη βίαιοι σωματικά, αλλά πολύ ενεργοί  πνευματικά, αναζητώντας πάντα τρόπους να πείσει τον αντίπαλο για τα πλεονεκτήματα του δρόμου της αγάπης, της συνεργασίας και της ειρήνης[17].
·         Η δέσμευση περί μη καταφυγής στην βία (σωματικής, λεκτικής, ψυχικής),  λαμβάνεται εξ αρχής από όλους τους συμμετέχοντες στην δράση. Για το λόγο αυτό μπορεί να κριθεί απαραίτητο να πραγματοποιηθούν κάποια σεμινάριο που θα έχουν σαν στόχο την ενημέρωση των ακτιβιστών για τον σκοπό αυτό[18].


Μορφές – τυποι μη βίαιης δράσης. Που περιλαμβάνουν, μεθόδους μη βίαιης διαμαρτυρίας, Μεθοδους μη συνεργασίας, Οικονομική μη συνεργασία

Δημόσιες ομιλίες, διακηρύξεις από οργανισμούς και φορείς, συλλογή υπογραφών, συνθήματα-σύμβολα, πορείες, μποϋκοτάζ, παροχή ασύλου σε μετανάστες, μποϋκοτάζ απαγορευμένων προϊόντων (πχ μεταλλαγμένα),  χλευασμός αξιωματούχων ψηφίσματα εναντίωσης/συμπαράστασης προσεταιρισμός αξιωματούχων από το «αντίπαλο στρατόπεδο» άρνηση τιμητικών διακρίσεων που αποδίδει το καθεστώς λυσιστρατική μη δράση [σσ: οι γυναίκες, μέσω της αποχής από το σεξ, πιέζουν τους συζύγους για ανάληψη συγκεκριμένης πολιτικής δράσης] συλλογική εξαφάνιση μποϊκοτάζ από εγχώριους καταναλωτές άρνηση πληρωμής εισφορών, χρεών και αποζημιώσεων άρνηση κυβερνητικών χρημάτων απεργίες (αγροτών, φυλακισμένων, επαγγελματιών κλπ.) απόσυρση υποστήριξης [στις αρχές] απόσυρση καταθέσεων από τις τράπεζες μποϊκοτάζ νομικών σωμάτων μποϊκοτάζ κυβερνητικών τμημάτων, υπηρεσιών κ.λπ. άρνηση συνεργασίας με τους υπαλλήλους που εφαρμόζουν τις αποφάσεις της αρχής πολιτική ανυπακοή σε «άδικους» νόμους γενική μη συνεργασία με διοικητικές αρχές απεργία πείνας αποκάλυψη ταυτότητας μυστικών πρακτόρων εναλλακτικοί κοινωνικοί θεσμοί εναλλακτικό σύστημα επικοινωνιών μη βίαιη κατάσχεση γης, παράλληλη κυβέρνηση, μποϋκοτάζ σε εκλογές[19]


Επίλογος

Ο 20ος αιώνας, ήταν μια μακρά περίοδος έντονων διεκδικήσεων σε συλλογικό επίπεδο. Θα μπορούσε ενδεχομένως να σημειωθεί πώς τα συλλογικά υποκείμενα  έσφαλαν(?) όχι προς τις ιδέες τους, αλλά ίσως στους τρόπους με τους οποίους θέλησαν να νοηματοδοτήσουν κ να ζωοδοτήσουν αυτές. Αυτό που κάνει τις δράσεις να ξεχωρίζουν και να αποκτούν διαφορετικά χαρακτηριστικά, είναι ο τόπος στον οποίο λαμβάνουν χώρα. Διαφορετικός θα είναι ο αντίκτυπος σε ένα καθεστώτος που φλερτάρει με τα όρια της απολυταρχίας και διαφορετικός σε μια δημοκρατία. Γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος μας υπενθυμίζουν την αναγκαιότητα του κοινωνικού ακτιβισμού, όχι μόνο σε χώρες που αντιμετώπιζαν ή αντιμετωπίζουν ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά και σε χώρες του θεωρητικά αναπτυγμένου κόσμου, που μπορεί να μην αντιμετωπίζουν ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά βία από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. όταν προσεγγίζεται ιστορικά ένα κοινωνικό κίνημα, εν πρώτοις ενδιαφέρει να εξεταστούν οι απαρχές του· οι προϋποθέσεις δηλαδή και οι διαδικασίες συγκρότησής του: πότε συγκροτήθηκε, γιατί αλλά κυρίως πώς; Ποιοι λοιπόν παράγοντες ευνόησαν την δημιουργία του; Σε τελική ανάλυση, όπως έχει σημειωθεί, η μη βία. Δεν είναι φιλειρηνισμός, ούτε παθητική αποδοχή της βίας, αλλά ενεργός τρόπος ζωής και μεθοδολογία δράσης σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, που εφαρμόζεται όπου λαμβάνει χώρα κάποια μορφή βίας.

Στο Μαρόκο για παράδειγμα οι δράσεις, είχαν το χαρακτήρα εξέγερσης περισσότερο και όχι επανάστασης, εντάσσονται όμως σε αυτό που ονομάζεται Αραβική Άνοιξη. Αν αυτό το γεγονός, τις Αραβικής Άνοιξης δηλαδή, είναι κάτι θετικό όχι για τις χώρε τις Β. Αφρικής, δεν έχει ακόμα φανεί. Η αρχή του προβλήματος στο Μαρόκο, εντοπίζεται στο 1999, όταν πέθανε ο βασιλιάς Χασαν ΙΙ, ο διάδοχός του Ο Μοχαμεντ ο VI, φάνηκε στην αρχή ότι προσέγγισε με δημοκρατικότερο τρόπο τα ζητήματα που ταλάνιζαν την χώρα: απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, παραδοχή εγκλημάτων του παρελθόντος κτλ.  Το κίνημα της 20ης Φλεβάρη όπως ονομάζεται (από την πρώτη μέρα των διαδηλώσεων), εμφανίζει σημαντικές διαφορές από το αντίστοιχο της Αιγύπτου· το Μαρόκο, παρά το ότι έχει αυστηρούς νόμους, είναι σαν κράτος πιο κοσμικό. Το θρησκευτικό στοιχείο δεν είναι τόσο έντονο. Τα δικαιώματα των γυναικών, συγκριτικά με την Αίγυπτο, είναι πιο διαδεδομένα, αφού ακόμα και ο ίδιος ο βασιλιάς τα προωθεί.  Για αυτόν το λόγο υπάρχει θα λέγαμε διαφοροποίηση μεταξύ της εξέγερσης  στο Μαρόκο και της επανάστασης στην Αίγυπτο. Αλλά και τα αιτήματα των διαδηλωτών ήταν διαφορετικά, αφού βασικό αίτημα των Μαροκινών, ήταν η αλλαγή του πολιτικού συστήματος, η μετατροπή του σε βασιλευόμενη δημοκρατία (όπως είναι σε Αγγλία και Ισπανία). Αλλά αίτημα των Μαροκινών, ήταν να οριστεί με εκλογές η επιτροπή που θα τροποποιούσε το σύνταγμα της χώρας. 
 Όμως το ερώτημα ανάμεσα στην μη βίαιη δράση και στην μη βία φαίνεται ότι γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να απαντηθεί, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ζήτημα των ρεπερτορίων. Με ποίο τρόπο διαλέγουν τα διεκδικητικά υποκείμενα  να προβάλλουν τα αιτήματά τους; Όπως σημειώθηκε και νωρίτερα, Η διαφοροποίηση, φαίνεται να σχοινοβατεί· αφού, μια μη-βίαιη δράση, βρίσκεται στα όρια του νόμιμου, ενώ οι άλλες που εγγίζουν τα όρια της παρανομίας, εμπίπτουν ενδεχομένως στην πολιτική ανυπακοή. Το γεγονός της αλλαγής των συλλογικών δράσεων σήμερα, ίσως είναι αποτέλεσμα αλλαγής των πολιτικών συντεταγμένων, φαινόμενο παρών σε ολόκληρη την λεκάνη της Μεσογείου· (αραβικό τόξο χώρες της νότιας Ευρώπης).  Σε όλα τα παραδείγματα, παρά το ότι το υπόβαθρο είναι διαφορετικό αυτό που καταγγέλλεται είναι το πολιτικό σύστημα και η αδυναμία του να ακούσει τα προβλήματα της κοινωνίας

«Όταν ένα καθεστώς δεν μπορεί πια να φοβίσει τους πολίτες, τότε το καθεστώς έχει μεγάλο πρόβλημα»…






[1] Maria J. Stephan, Erica Chenoweth Why Civil Resistance Works· The Strategic Logic of Nonviolent conflict p. 7
[2] Βερεμη Εφη
[3] Το αλάτι, θεωρείτο βασικό εξαγωγικό προϊόν του βρετανικού στέμματος. Όπως άλλωστε και σε άλλες αυτοκρατορίες, όπως η Ρωμαϊκή, (η Via Salaria) χρησιμοποιείτο για την μεταφορά αλατιού- χωρίς να φορολογείται. Η φορολόγησή του σαν προϊόν τοποθετείται στην αρχαία Κίνα. Μάλιστα, σε συγκεκριμένες περιόδους, τα ποσά από την φορολόγηση του αλατιού, ήταν τα μέσα των κρατικών εσόδων, συντελώντας στην ανοικοδόμηση του Σινικού Τοίχους.  
[4] Sharp Gene, The Politics of Nonviolent Action, Vol. 2: The Methods of Nonviolent Action, Boston 1973
[5] Xavie Renou, 59
[6] Sharp Gene, The Politics of Nonviolent Action, Vol. 2: The Methods of Nonviolent Action, Boston 1973
[7] Xavier Renou, Μικρό εγχειρίδιο για την πολιτική ανυπακοή, 2012
[8] Sharp,
[9] Xavie Renou, Μικρό εγχειρίδιο για την πολιτική ανυπακοή, 2012, σελ 35
[10]Σεφεριάδης Σεραφείμ, «Συγκρουσιακή Πολιτική, Συλλογική Δράση, Κοινωνικά Κινήματα : Μια αποτίμηση», στο : Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ 27., Μαϊος 2006, σελ 8
[11] International Security 33:1 14 Maria J. Stephan, Erica Chenoweth Why Civil Resistance Works· The Strategic Logic of Nonviolent conflict
[12] Gene Sharp, The Politics of Nonviolent Action, 3 vols. (Boston: 1973)
[13] International Security 33:1 14 Maria J. Stephan, Erica Chenoweth Why Civil Resistance Works· The Strategic Logic of Nonviolent conflict p 43.
[14] Xavier Renou,
[15] Ibid.
[16] Martin Luther King Stride Toward Freedo), 1958
[17] Ibid
[18] Handbook for nonviolent campaigns, 2009
[19] Sharp Gene, Gene Sharp, The Politics of Nonviolent Action, 3 vols. (Boston: 1973)